- ακουσίθεος
- ἀκουσίθεος, -ον (Α)αυτός που εισακούεται από τον Θεό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκουσι - (< ἀκούω) + θεόςμόνο στο επίθ. ἀκουσίθεος απαντά το ρ. ἀκούω με τη μορφή ἀκουσι- ως α΄ συνθ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκουσίθεον — ἀκουσίθεος heard of God masc/fem acc sg ἀκουσίθεος heard of God neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek